top of page

Η  γυναικεία  φορεσιά  στη  Μυρίκη  Ευρυτανίας

       Η  επιθυμία  μου  να  ασχοληθώ  με  τη  φορεσιά  της  Μυρίκης  ξεκίνησε  όταν έπεσε  στα  χέρια  μου,  στις  αρχές  του  Σεπτέμβρη  του  2004,  το  6ο  φύλλο  της  εφημερίδας  του  Εξωραϊστικού – Αλληλοβοηθητικού  Συλλόγου  ‘’Ο  ΑΓΙΟΣ  ΓΕΩΡΓΙΟΣ‘’  ‘’Η  ΜΥΡΙΚΗ‘’.  Στην  5η  σελίδα  της  εφημερίδας  και  με  τον  τίτλο  ‘’Η  ΙΣΤΟΡΙΑ  ΤΟΥ  ΧΩΡΙΟΥ  ΜΑΣ‘’  παρουσιάζονταν  παλιές  ασπρόμαυρες  φωτογραφίες  από  διάφορες  κοινωνικές  εκδηλώσεις  του  χωριού. Μία  από  αυτές  απεικόνιζε  ένα  νιόγαμπρο  ζευγάρι  με  τη  γυναίκα  να  φορά  μια  πανέμορφη  φορεσιά.

     Έτσι,  λοιπόν, αναζητώντας  πληροφορίες  για  τη  φορεσιά  ήρθα  αρχικά  σε  τηλεφωνική  επαφή  με  τον  πρόεδρο  του  Συλλόγου  τον  κ.  Β.  Καρρά  ο  οποίος  με  παρέπεμψε  στον  κύριο  στον  κύριο  Βασίλη  Καρρά  που  πρόθυμα  δέχτηκε  να  με  βοηθήσει  και  σε  λίγες  μέρες  μετά  την επικοινωνία  μας  μου  παρέδωσε  τη  φορεσιά  της  μητέρας  του  την  οποία  είχε  διατηρήσει σε  άριστη  κατάσταση.  Το  μόνο  κομμάτι  που  έλλειπε  ήταν  οι  κάλτσες.  Χωρίς τη  βοήθεια  του  κ.  Καρρά  δεν  θα  ήταν  δυνατή  η  μελέτη  και  περιγραφή  της  συγκεκριμένης  φορεσιάς  και  για  το  λόγο  αυτό  θέλω  να  τον  ευχαριστήσω  θερμά.  

Στη  συνέχεια  μελετώντας  τη  φορεσιά  και  ανατρέχοντας  σε  σχετική  βιβλιογραφία  μπόρεσα  να  περιγράψω  ολόκληρη  τη  φορεσιά  όπως αυτή  παρατίθεται  πιο  κάτω.

1.  Γενικά

     Γιορτινή  φορεσιά   του  πρώτου  μισού  του  20ου  αιώνα,  προσαρμοσμένη  στις  ανάγκες  της  τοπικής  κοινωνίας  εκφράζει  τα  αυστηρά  ήθη  των  Μυρικιωτών  και  το αγέρωχο  χαρακτήρα  τους.  Αποτελεί  μια  παραλλαγή  του  τύπου  φορεσιάς  που  συναντάται  σε  όλα  σχεδόν  τα  χωριά  του  παλαιού  Δήμου  Ευρυτάνων:  Κόπραινα,  Κοντίβα,  Δολιανά,  Ρουσκά,  Σέλο,  Σέλιτσα,  Δομνίστα  Τσικλίστα  Κρικέλου,  Σταύλους  καθώς  και  κάμποσων  χωριών  του  Δήμου  Καρπενησίων

     Η  όλη  φορεσιά  αποτελείται  από  την  κορμοφανέλα,  το  πουκάμισο,  το  γιλέκο,  το  καππί  ή  κοζόκι,  τη  φούστα,  την  ποδιά,  τη  ζώνη,  τα  πλεγμένα  στο  χέρι  χειρότια  και τσουράπια,  το  κεφαλοπάνι  και την  ποδεσιά.  Τη  φορεσιά  στολίζουν  το  ασημοζώναρο,  το  γιορντάνι  του  στήθους,  η  μονή  κομποθηλιά   και  τα  σκουλαρίκια.

Μυρίκη.3.jpg
Μυρίκη.2.jpg

1.1.  Η  κορμοφανέλλα

      Κατάσαρκα,  όλες  ανεξαιρέτως  οι  γυναίκες,  φορούσαν  μάλλινη  υφαντή  κορμοφανέλα  με  πλεχτά  μανίκια.  Το  μέρος  του  χεριού  από  τον  αγκώνα  μέχρι  τον  καρπό  στολιζόταν  με  ωραία  άσπρα  κεντίδια  καμωμένα  επίτηδες, για  να  δίνει  στο  χέρι  περίσσια  ομορφιά  και  χάρη. Τα  χειρότια,  όπως  χαρακτηριστικά  λέγονταν,  γίνονταν  πλεχτά  στο  χέρι  με  τις  τσουραποβέλονες  και  στη  συνέχεια  ράβονταν  πάνω  στα  μανίκια  της  φανέλας. Είχαν  μήκος  περίπου  20  εκ.  και  στο  μέρος  του  καρπού  πλέκονταν  με  τέτοιο  τρόπο  ώστε  να  δημιουργείται  ελαστικότητα  και  να  αγκαλιάζει  τον  καρπό. Στο  μέσο  ακριβώς  στολίζονταν  με  μια  πλατιά  κόκκινη  λουρίδα.  Στη  συνέχεια  γινότανε  το  υπόλοιπο  κέντημα  με  άσπρες  κλωστές  σχηματίζοντας  σχέδια,  κυψέλες  στη  σειρά  με  σταυρό  στη  μέση, με  πλαίσιο  εκατέρωθεν.Μπροστά  στο  στήθος  και  λίγο  προς  τα  αριστερά,  από  το  λαιμό  προς  το  στέρνο,   η  φανέλα  έφερνε  άνοιγμα  μήκους  30  εκ.  για  να  διευκολύνει  τη  γυναίκα  στο  ντύσιμό  της.  Γύρω  γύρω  στο  άνοιγμα,  για  να  μη  ξεφτίζει  το  ύφασμα  έραβαν  μια  κόκκινη  υφασμάτινη  λουρίδα.  Στο  μέρος  του  λαιμού  ράβανε  μια  κόπτσα  που  κούμπωνε  και  κρατούσε  τη  φανέλα  κλειστή.

       Τα  μανίκια  γίνονταν  υφαντά  με  άσπρες  και  μαύρες  κλωστές  και  στολίζονταν  κατά  μήκος  με  διπλές άσπρες,  γραμμές,  που  απείχαν  μεταξύ  τους  5εκ. Ανάμεσα  στις άσπρες  γραμμές,  για  να  σπάει  η  χρωματική  μονοτονία,  έφτιαχναν  μια  γραμμή  κόκκινη. 

       Το  μάκρος  της  φανέλας  δεν  ξεπερνούσε  τη  μέση  και  είχε  χρώμα  άσπρο.  Τη   χρήση  της  φανέλας  επέβαλαν   κυρίως  λόγοι  προστασίας  της  υγείας  μιας  και  οι  συνθήκες   διαβίωσης,  ιδίως  το χειμώνα,  ήταν  ιδιαίτερα  σκληρές.

 

1.2.  Το  πουκάμισο

       Πάνω  από  την  κορμοφανέλα  φοριόταν  το  πουκάμισο  φτιαγμένο  από  χοντρό  χειρίσιο  άσπρο  πανί.  Το  μάκρος  του  έφτανε  μέχρι  και  κάτω  από  το  γόνατο  σε  τέτοιο  σημείο  που  να  μην  ξεπερνάει  το  μήκος  της  φούστας.  Ιδιαίτερη  προσοχή  δινόταν  στα  μανίκια  και  στο  μέρος  του  στήθους,  την  τραχηλιά,  γιατί  αυτά  ήταν  τα  μόνα  σημεία  που δεν  καλύπτονταν  από  άλλα  ενδύματα.  Στην  τραχηλιά  κολλούσαν  εκατέρωθεν  του  40  εκ.  ανοίγματος  του  πουκαμίσου  δυο  σκούρα  μπλε  σιρίτια,  μήκους  30εκ.,  με  άσπρα   ξόμπλια,  πλάτους  9  εκ  το  καθένα.  Επίσης  στη  σειρά  κολλούσαν  κόπτσες  για  να  κουμπώνεται  το  πουκάμισο  και  να  μη  φαίνεται  το  στήθος.  Ένα  μαύρο  σιρίτι  πλάτους  3 εκ.  στολισμένο  με  κόκκινα  κεντίδια  ραβόταν  και  γύρω  από  το  λαιμό.  Οι  άκρες  στολίζονταν  με  πρόσθετα  πλεχτά  σιρίτια.

     Τα  μανίκια,  φτιαγμένα  από  άσπρο  ύφασμα του  εμπορίου,  γίνονταν  πολύ  ανοιχτά  εμπρός όπως  τα  μανίκια  των  φουστανελάδων  με  πολλές  σούρες  στο  ύψος  των  ώμων,  στους  νωμίτες. Το  μάκρος  τους  έφτανε  μέχρι  τους  αγκώνες  για  να  αφήνουν  ακάλυπτο  το  κέντημα  του  καρπού.  Στο  κάτω  μέρος  φτιάχνανε  πέντε  οριζόντιες  δίπλες  όπου  έραβαν  δυο  σειρές  κεντητά  σιρίτια,  ένα  στο  τέλος  του  μανικιού  με  κόκκινα  κεντίδια  και  ένα  5 εκ. πιο  πάνω  με  μπλε  κεντίδια.  Επίσης  με  άσπρα κεντητό  σιρίτι  στολίζονταν και  τα  νωμίτια.  Από  τα  νωμίτια  μέχρι  το  λαιμό,  πάνω  από  το  χειρίσιο  ύφασμα  ραβόταν  μια  λουρίδα  από  άσπρο  αγοραστό  ύφασμα.

​​1.3.  Το  γιλέκο

      Μετά  το  πουκάμισο  φορούσαν  ένα  αμάνικο  γιλεκάκι  το  μάκρος  του  οποίου  έφτανε  κάτω  από  τη  μέση.  Μπροστά  στο στήθος,  που  έμενε  ακάλυπτο  από  άλλα  ενδύματα,  στολιζόταν  με  κίτρινα  και  μαύρα  τερζίδικα  κεντίδια.  Οι  γύρω  άκρες  του  σεδαρώνονταν  με  φαρδιά  μαύρα  χάρτσια  πλάτους  4εκ. .

      Το  αμάνικο  αυτό  γιλέκο  κούμπωνε  μόνο  στο  κάτω  μέρος,  στο  ύψος  της  μέσης,  αφήνοντας  έτσι  ανοιχτό  το  πάνω  μέρος,  για  να  φαίνεται  το  κέντημα  του  πουκαμίσου.

 

1.4.  Καππί  ή  κοζόκι

      Για  πανώντυμα  φορούσαν  το  καππί  το  οποίο  φτιαχνόταν  από  υφαντό  δίμιτο  χοντρό  ύφασμα.  Έραβαν  αρχικά   το  κορμί  που  το  μάκρος  του  να  μη  πέφτει  κάτω  από  τη  μέση  και  το  πλάτος  του  να  μη  κλείνει  μπροστά στο  στήθος  και  στη  συνέχεια  κολλούν  τα  μανίκια,  μανίκια όμως  που  ποτέ  δεν  φοριόνταν  αλλά  έπεφταν  ίσια  κάτω  από  τα  νωμίτια  και  χαμηλά  κάτω,  για  να μην   κουνιούνται,  συγκρατιούνταν  με  μια  πλεχτή  κεντητή  λουρίδα. Η  τραχηλιά  του  κοζοκιού,  τ’  αστήθι,  οι  παραμπαλιές,  οι  κάτω  άκρες  κι  οι  συρραμμένες  άκρες  των  μανικιών  σεδαρώνονταν  με  σιρίτια  φτιαγμένα  από  μεταξωτά  μαύρα  χάρτσια.  Στ’  αστήθι  ανάμεσα  στα  μαύρα  σεράδια   περνούσαν  και  μια   σειρά  από  κίτρινα  μεταξωτά  στρίμματα.

      Ιδιαίτερη  όμως  προσοχή  έδιναν  στα  κρεμαστά  μανίκια  της  πλάτης  και  τούτο  για  να  ομορφαίνει  το  μέρος  αυτό  του  κορμιού.    Οι  εξωτερικές  άκρες  των  μανικιών  σεδαρώνονταν  με  μεταξωτά μαύρα  και  κίτρινα  χάρτσια.

 

1.6.  Η  φούστα

      Στο  κάτω  μέρος  του  σώματος  και  πάνω  από  το  πουκάμισο  φορούσαν  τη  φούστα  από  δίμιτο  ύφασμα  του  αργαλειού  βαμμένο  χωρίς  εξαίρεση  γαλάζιο. Το  μάκρος  της  έφτανε  ίσαμε  το  μέσο  της  γάμπας.  Ο  ποδόγυρος  στολιζόταν   με  πολύχρωμες  κεντητές  κορδέλες. Σε  απόσταση  10  εκ  από  τον  πάτο  ράβεται  μια  άσπρη  3  εκ.  δαντέλα,  στη  συνέχεια  μια  κόκκινη  κεντητή  κορδέλα,  για  να  ραφτεί  στη  συνέχεια  μια   λουρίδα  μαύρη  με  μια  κόκκινη  γραμμή,  που  μοιάζει  με φερμουάρ,  στο  μέσο. Τέλος  ράβεται  μια  πλεχτή  στο  χέρι  λουρίδα  στολισμένη  με  μια  πράσινη  και  μια  κόκκινη  γραμμή.

        Η  φούστα  φτιάχνεται  με  αμέτρητες  δίπλες,  πλισέ.  Για  να  καταφέρουν  τόσες  δίπλες  σουρώνουν  το  ύφασμα  στη  μέση  και  αφού  τη  ράψουν  την  αφήνουν  να  μουσκέψει  μέσα  σε  νερό  για  ένα  μερόνυχτο.  Στη  συνέχεια,  αφού  τη  βγάλουν  από  το  νερό  τη  διπλώνουν  κάνοντας  τις  δίπλες  μέχρι  να  διπλώσει  έτσι  όλη  η  φούστα.  Μονάχα  μπροστά στον  αφαλό  δεν  κάνουν  δίπλες  μιας  και  το  μέρος  εκείνο  καλύπτεται  από  τη  ποδιά.  Για  να  στρώσει  καλά  το  δίπλωμα  πλακώνουν  τη  φούστα  με  μια  σανίδα   κι  επάνω σε  αυτήν  βάζουν  ένα  μεγάλος  βάρος  και  το  αφήνουν  εκεί  για  δεκαπέντε  περίπου  ημέρες.  Ύστερα,  όταν  πια  την  ξεπλακώσουν  οι  δίπλες  στέκονται  στη  θέση  τους.

 

1.7.  Η  ποδιά

        Πάνω  από  τη  φούστα  και  λόγους  κυρίως  αισθητικούς  ζώνεται  η  ποδιά  φτιαγμένη  από  αγοραστό  τσίτι  και  πάντα  γαλάζια.  Παλαιότερα  γινόταν  από  ύφασμα  του  αργαλειού.  Τα  μάκρος  της  έφτανε  μέχρι  το  μάκρος  της  φούστας  και  ήταν  στενή  στο  μέρος  της  μέσης  και  φαρδιά  στο  κάτω  μέρος. 

        Περίπου  στο  μέσο  της  έφτιαχναν  τέσσερις  οριζόντιες  πιέτες  τις  οποίες  στόλιζαν  με  κεντήματα. Στην  πρώτη  πιέτα πάνω  πάνω  έραβαν  μια  άσπρη  δαντέλα,  στη  συνέχεια μπλε  λουρίδα  με  κόκκινα  και  πράσινα  ξόμπλια,  μετά  πάλι  μια  άσπρη,  αλλά  πιο  φαρδιά,  δαντέλα  και  τέλος  μια  λουρίδα  με  κόκκινα  και  άσπρα  κεντίδια.   Από  κει  και μετά  έραβαν  ένα  άλλο  κομμάτι  από  το  ίδιο  ύφασμα  που  στο  πάνω  μέρος  σχημάτιζε  πιέτες  και  στον  πάτο  το  στόλιζαν  με  μια  άσπρη  δαντέλα  και  τέλος με  μια  λουρίδα  με  κόκκινα  κεντίδια.

       Δεξιότερα  από  τον  αφαλό  και  λίγο  πιο  κάτω  ράβεται  η  τσέπη  καμωμένη  από  το  ίδιο  ύφασμα  γαρνιρισμένη  ολόγυρα  με  άσπρη  δαντέλα.

 

1.8.  Το  ζωνάρι

      Η  μέση  στολιζόταν  από  το  ζωνάρι  φτιαγμένο  από  υφαντό  ή  πλεχτό  πλατύ  6  εκ.  ύφασμα,  μαύρο  ή  γαλάζιο με  δυο  κόκκινες  γραμμές  στη  μέση.  Μπροστά  στον αφαλό  κούμπωνε  με  μια  ασημένια  κεντητή  κόπτσα,  το  θηλυκωτάρι.  Τέτοιες  πλατιές  ζώνες  φτιάχνονταν  και  από  αργασμένο  δέρμα  κι  αυτό  ήταν  και  η  αιτία  που  τα  κοντινά  χωριά  κορόιδευαν  τις  Μυρεσιώτισσες  ‘’Μαυροσελαχάκηδες‘’.

1.9.  Οι  κάλτσες  (τσουράπια)

     Τα  πόδια,  στο  μέρος  που  έμεναν  ακάλυπτα  από  τη  φούστα,  καλύπτονταν  από  τις  πλεχτές  κάλτσες  που  ξεκίναγαν  από  το  κότσι  και  έφτανα  μέχρι  ποκάτω  στο  γόνα.  Οι  κάλτσες  αυτές  δεν  είχαν  πατούσες  και  για  να  κρατιούνται  τεντωμένες  τις  έδεναν  στο  κάτω  μέρος  με  μάλλινη  σκαλοπάτα. Στο  πάνω  μέρος  δένονταν  στο  πόδι  με  μάλλινη  στριφτή  καλτσοδέτα  που  ήταν  συνδεδεμένη  με  το  περβάζι  της  κάλτσας.  

     Γίνονταν  από  γαλάζια  γνέματα  πλεχτές  στο  χέρι  με  βελόνες  και  για  να  χαρίζει  στο  πόδι  τις  φόρτωναν  με ένα  σωρό  κεντίδια  από  άσπρες  κλωστές.

 

2.   Τα  ασημικά

2.1.  Το  ασημοζώναρο

      Πάνω  στο  αμάνικο  γιλέκο  και  στο  κάτω  μέρος  του  καρφώνεται  το  ασημένιο  θηλυκωτάρι  με  τα  ασημένια  αλύσια  του.  Δώδεκα  σειρές  αλύσια   ‘’γαζώνουν‘’  την  ποδιά  ως  κάτω  και  έπειτα  από  μια  χαριτωμένη  καμπύλη  έρχονται  δεξιά  και  προς  τα  πίσω  και  συμμαζώνονται  πάλι  σε  μια  ασημένια  κόπτσα  που  γαντζώνεται  στο  ζωνάρι.   Πολλές  γυναίκες  φορούν  μόνο  το  μονό  αυτό  θηλυκωτάρι  χωρίς  τα  αλύσια.  Μια  δεύτερη  ασημένια  κόπτσα  καρφίτσωνε  στο  στήθος  το  κεντητό  πουκάμισο  για  να  μην  ανοίγει  και  ακόμη  πιασμένο  από  τους  ώμους  ένα  ασημένιο  γιορντάνι.

      Σύμφωνα  με  τον  Λουκόπουλο  παλαιότερα  φορούσαν  και  ζωνάρια  φτιαγμένα  από  ασημένιες  πλακίτσες  και  πάνω  τους  κρεμούσαν με  ασημένιο  άλυσο, όλες  ανεξαιρέτως  οι  γυναίκες,  μια  ασημένια  σουγιά.  

 

2.2.  Τα  σκουλαρίκια

Απαραίτητο  συμπλήρωμα  της  φορεσιάς  ήταν  και  τα  σκουλαρίκια  τα  οποία  φορούσαν  απαραιτήτως  όλες  οι  γυναίκες.  Ήταν  αδιανόητο  γυναίκα  χωρίς  σκουλαρίκια.  Ήταν  μικρά  είτε  ασημένια  είτε  χρυσά   ή  ακόμη  κατακίτρινα  (παφιλένια)  αγορασμένα  από  γυρολόγους.

3.  Η  κόμμωση

3.1.  Το  μαντίλι

     Από  τα  πιο  σπουδαία  στολίσματα  του  κορμιού  ήταν  η  περιποίηση  των  μαλλιών.  Οι  γυναίκες  έκαναν τα  μαλλιά  τους  χωρίστρα  στη  μέση  και  τα  διατηρούσαν  πολύ  μακριά  φτιάχνοντάς  τα  κοτσίδες. Μάλιστα  δε,  για  να  μαλακώνουν  τα  μαλλιά,  τα  άλειφαν  με λάδι  ή  βαϊόλαδο  (λάδι  που  μέσα  έβαζαν  φύλλα  δάφνης).  Μετά  από αυτή  την  περιποίηση έριχναν  πάνω   το  μαντίλι.  

     Τα  μαντίλια  τα  προμηθεύονταν  από  το  εμπόριο  είχαν  συνήθως  βαθύ  κόκκινο  χρώμα   όπως  του  αίματος  αν  και  είχαν πέραση  και  τα  μαντίλια  με  κανελί  ή  καφέ  χρώμα  ή  άσπρο  χρώμα.  Το  περιθώριο  γύρω  γύρω  το  σεδάρωναν με  στενό  σιρίτι  από δυο  τρία  στρίμματα  καμωμένο  αφήνοντας  από  τόπο  σε  τόπο  να  κρέμονται  φουντίτσες  τριανταφυλλιές,  θαλασσιές  ή  κόκκινες.

      Πριν  το  ρίξουν στο  κεφάλι  δίπλωναν  τις  δυο  άκρες  του  κάνοντάς  το  τρίγωνο  και  το  έριχναν στο  κεφάλι  με  τέτοιο  τρόπο  ώστε  η  μια  του  άκρη  να  πέφτει  ακριβώς  ανάμεσα  στις  πλάτες. Οι  δυο  άλλες  άκρες  περνιόντουσαν  κάτω  παό  τις  κοτσίδες  στο  μέρος  του  σβέρκου  όπου  κομποθηλιάζονταν  για  να  πέσουν  στη  συνέχεια  μπροστά  στο  στήθος  ή  να  δεθούν  στο  πάνω  μέρος  του  κεφαλιού. 

 

4.  Η  ποδεσιά

      Στα  πόδια,  τις  καθημερινές,  φορούσαν  τα  τσαρούχια,  ποδήματα  στέρεα  που  άντεχαν  στις  σκληρές  συνθήκες βαδίσματος  πάνω  στις  πέτρες.  Τις  Κυριακές  και  τις  γιορτές  φορούσαν  τα  θηλυκωτά  παπούτσια  που  τα  έφτιαχναν  ντόπιοι  τσαρουχάδες  από  κατεργασμένα  δέρματα. Τα  έλεγαν  θυλυκωτά  γιατί  θηλύκωναν,  δένονταν  με  σκοινιά  στο πάνω μέρος.

 

Αιτωλικό   17  Απριλίου  2005

 

Βιβλιογραφία.

.  Λουκόπουλος  Δ.(1985),  ‘’Πώς  Υφαίνουν  και  πώς  ντύνονται  οι  Αιτωλοί‘’,  σελ.  78,  Εκδ.  ΔΩΔΩΝΗ,  Αθήνα – Γιάννενα.

2.  ‘’Ελληνικές  Φορεσιές‘’  ,  Ιστορική  &  Εθνολογική  Εταιρία  της  Ελλάδος,  ΑΘΗΝΑ  1993.

 

.   Λουκόπουλος  Δ.  σελ.  88.

.   Ο.π.  σελ.  89

bottom of page