Παραδοσιακές φορεσιές Ροδαυγής
Το ένδυμα, η φορεσιά είναι κάτι το μαγικό. Αλλάζει την όψη και την ψυχολογία του ανθρώπου, εκπέμπει μηνύματα, δημιουργεί συναισθήματα, ξυπνάει μνήμες.
Το ένδυμα είναι τόσο παλαιό, όσο και ο άνθρωπος των σπηλαίων! Από τις πρωτόγονες κλωστές και τις προβιές έως τα σημερινά κοστούμια πέρασαν πολλά χρόνια. Αλλά ένα δεν άλλαξε: Η σημειολογία της ένδυσης!
Στην ένδυση (αλλά και στα συγγενικά της, επίσης μαγικά, σημάδια υπόδηση-κόσμημα-κέντημα-κεφαλοκάλυμμα και ακόμη πιο ειδικά στην ψιμυθίωση και στον αρωματισμό) αποκαλύπτεται η οργάνωση και ο πολιτισμός ενός ολόκληρου λαού!
Η αντρική φορεσιά
Η ανδρική φορεσιά της Ροδαυγής χαρακτηρίζεται από λιτότητα στη μορφή και αρμονικό συνδυασμό των χρωμάτων.
1. Η Φουστανέλα
Το ‘’πρώτο βιολί‘’ στην ορχήστρα της λαϊκής μας φορεσιάς ήταν η φουστανέλα. Την έραβαν από λευκό αμερικάνικο πανί ή από βαμβακερό πολύ λεπτό ύφασμα το χασέ. Αρχικά κόβανε το ύφασμα σε ορθογώνια τριγωνικά κομμάτια τα λαγγιόλια. Τα κομμάτια αυτά, που είχαν διαστάσεις 17 εκ. περίπου πλάτος και 47 εκ. μήκος, τα ράβανε μεταξύ τους ως εξής: η υποτείνουσα του ενός τριγωνικού κομματιού ραβόταν με την μεγαλύτερη από τις κάθετες πλευρές του άλλου κομματιού. Έξι τέτοια λαγγιόλια κάνανε μια μάνα ή λόξα. Στο πάνω μέρος οι μάνες σουρώνονταν κι οι δίπλες που σχηματίζονταν ράβονταν για να γίνει η σούρα. Ραμμένες οι μάνες μεταξύ τους φτιάχνανε το φύλλο της φουστανέλας. Η κάθε φουστανέλα αποτελείτο από δυο τέτοια φύλλα.
Για να συγκρατηθεί, όμως, στη μέση η φουστανέλα έπρεπε η βάση της να είναι γερή. Έτσι λοιπόν κατά μήκος της σούρας κάνανε τη φρέζα, μια πάνινη χοντρή λουρίδα, πλάτος περίπου 4 εκ. που στο πάνω μέρος σχημάτιζε σωλήνα απ’ όπου περνούσαν ένα κυλινδρικό πάνινο κορδόνι, τη φακαρόλα. Με τον τρόπο αυτό η βάση της φουστανέλας γινόταν στέρια και κρατούσε όλο το βάρος. Ο γύρος της φουστανέλας πιστρωνόνταν, το πίστρωμα το γάζωναν κι η φουστανέλα ήταν έτοιμη.
Το μάκρος της φουστανέλας δεν κατέβαινε παρακάτω από το γόνατο. Σύμφωνα με το Δημήτρη Λουκόπουλο ‘’Στα μέτρα της είναι μια φουστανέλα, αν η κάτω άκρα της εγγίζει την κλείδωση, αλλά δεν κρύβει την άντζα‘’.
Πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι ραπτομηχανές τις φουστανέλες τις έραβαν οι ραφτάδες στο χέρι με το βελόνι, βελονιά βελονιά. Αυτές που προορίζονταν για καθημερινή χρήση κι επιβαλλόταν να είναι ελαφριές για να τους διευκολύνουν στις εργασίες, τις έφτιαχναν οι ίδιες οι νοικοκυρές με λιγοστά λαγγιόλια, ολιγόπτυχες. Τις γαμπριάτικες όμως και τις εορταστικές, που απαιτούσαν περισσότερη εργασία κι ήταν πολύπτυχες, τις έδιναν παραγγελία στο ράφτη. Για να γίνει μια τέτοια φουστανέλα χρειαζόταν 30 πήχες πανί.
Τη φουστανέλα τη φορούσαν κυρίως οι νέοι. Τις Κυριακές και τις γιορτάδες φορούσαν τη γιορταστική κι έβγαιναν στο μεσοχώρι όλο καμάρι και λεβεντιά και τις άλλες μέρες φορούσαν την καθημερινή.
Η φουστανέλα αποτελούσε και το γαμπριάτικο ένδυμα. Στο χωριό φορέθηκε μέχρι το 1930 περίπου. Το όλο ντύσιμο συμπλήρωναν το φαρδομάνικο πουκάμισο, το γιλέκο ή το πισλί, οι κάλτσες, το ζωνάρι, το σελάχι, τα τσαρούχια και το κόκκινο φέσι. Αν κάποιος λυποκρατούσε φορούσε μαύρα τσαρούχια και μαύρη σκούφια.
2. Η τσακτσίρα
Αποτελείται από το παντελόνι που είναι συνήθως σε μπεζ ή άσπρο χρώμα φτιαγμένο από χονδρό ύφασμα του αργαλειού, και λέγεται μπουραζάνα ή τσιακτσίρα.
Το πουκάμισο φτιαγμένο συνήθως από βαμβακερό ύφασμα σε άσπρο χρώμα με φαρδιά μανίκια.
Το αμάνικο γιλέκο φτιάχνεται από μάλλινο ύφασμα σε σκούρα απόχρω-ση.
Απαραίτητα εξαρτήματα της φορεσιάς είναι επίσης το ζωνάρι, μονόχρωμο από δίμιτο ύφασμα που μπαίνει στη μέση, η σκούφια για το κεφάλι, και η ασημένια αλυσίδα που στολίζει το στήθος.
Στα πόδια φορούν μαύρα ή κόκκινα τσαρούχια.
3. Κοντοτσιάχτσιρα
Καθώς οι άντρες μπαίνανε στην τρίτη ηλικία εγκατέλειπαν τη φουστανέλα, κυρίως για λόγους πρακτικούς, και φορούσαν τις κοντές σαλβάρες. Λόγω της προστασίας που παρείχε από το κρύο ήταν το καθαυτό χειμωνιάτικο ένδυμα. Ήταν ένα είδος κοντού παντελονιού με αρκετά απλόχωρο το πάνω μέρος, που έμοιαζε με βράκα. Το κάτω μέρος έφτανε ακριβώς κάτω από το γόνατο. Ο γύρος του σεδαρώνοταν από σειρές σειράδια μαύρα. Φτιαχνόταν από χειρίσιο πανί αλλά κι από αγοραστό ύφασμα του εμπορίου (τσόχα) κι είχε χρώμα ή μαύρο ή μπλε σκούρο (βαμμένο με λουλάκι).
Στο προς τα πάνω μέρος, μέρος της μέσης, έφτιαχναν έναν πάνινο σωλήνα τη σούφρα, απ’ όπου περνούσαν ένα πάνινο σκοινί. Το σκοινί αυτό ξεμύτιζε από τις τρύπες της σούφρας κοντά στο αφαλό όπου και δενόταν σφίγγοντας έτσι τη σαλβάρα.
Το πόδι, από τον αστράγαλο μέχρι το μηρό, το κάλυπτε η άσπρη κάλτσα. Κάτω από το γόνατο δένανε την καλτσοδέτα ή βοδέτα. Τη φορεσιά συμπλήρωναν το πουκάμισο που ήταν ή φαρδομάνικο ή με κλειστά μανίκια διαφόρων χρωμάτων, το ζωνάρι, το αμάνικο γιλέκο, σταυρωτό ή ανοιχτό, η μαύρη σκούφια και τα τσαρούχια κόκκινα ή μαύρα ή με μύτες ή όπως αργότερα, παπούτσια.
Η γυναικεία φορεσιά
Η φορεσιά της Ροδαυγής αντικατοπτρίζει τα αυστηρά ήθη και τις παραδόσεις της κλειστής κοινωνίας των Ηπειρωτών.
Αποτελείται από το σιγκούνι, το πουκάμισο, το μαλλινοφουστάνο, την ποδιά και το μαντίλι.
Πιο αναλυτικά, το πουκάμισο, το οποίο είναι και το βασικό ένδυμα της γυναικείας φορεσιάς, είναι κλειστό με κατακόρυφο άνοιγμα ως το λαιμό και έχει άσπρο χρώμα.
Το σιγκούνι ή φλοκάτα είναι αμάνικο πανωφόρι κατασκευασμένο από μαύρο χοντρό ύφασμα και στολισμένο με κορδέλες και κεντήματα από γαϊτάνι.
Στη μέση δένουν τη μαύρη ποδιά, η οποία είναι έντονα διακοσμημένη στο κάτω μέρος της.
Στο κεφάλι δένουν το μαύρο μαντήλι που στολίζεται από δαντέλα σε διάφορους χρωματισμούς.
Ως συμπλήρωμα της φορεσιάς φορούν στη μέση το ασημοζούναρο, αση-μένια πόρπη με ζώνη και στο στήθος τα φλουριά.
Στα πόδια φορούν μάλλινα τσουράπια με πολύχρωμα κεντήματα και μαύρα ή κόκκινα τσαρούχια.